Αζερμπαϊτζάν
Το Αζερμπαϊτζάν είναι χώρα στην περιοχή του Καυκάσου και έχει έκταση 86.600 km² και πληθυσμό 9.165.000 (εκτίμηση 2011). Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η αζερική ή αζερμπαϊτζανική (μια τουρκική γλώσσα).
Η ονομασία του Αζερμπαϊτζάν προέρχεται από τον Ατροπάτη, Πέρση σατράπη της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, ο οποίος αργότερα έγινε σατράπης της Μηδείας από τον Μεγάλο Αλέξανδρο. Η αρχική ετυμολογία του ονόματος εικάζεται ότι προέρχεται από την αρχαία περσική θρησκεία του ζωροαστρισμού, καθώς στον ύμνο του άγγελου φύλακα αναφέρεται η φράση "âterepâtahe ashaonô fravashîm ýazamaide", η οποία μεταφράζεται ως "λατρεία του αγίου Ατάρε-πατά".
Ο Ατροπάτης κυβέρνησε την περιοχή της Ατροπατάνης (το σημερινό ιρανικό Αζερμπαϊτζάν), ενώ το όνομα του σατράπη είναι ελληνική απόδοση παλαιότερου αρχαιοπερσικού ονόματος που είχε τη σημασία "ο προστατευμένος από την ιερή φλόγα". Το ελληνικό όνομαΑτροπάτης αναφέρεται στον Διόδωρο τον Σικελό και τον Στράβωνα, ενώ μεταφράζεται στα σύγχρονα περσικά ως "ο φύλακας της φωτιάς".
Τα πρώτα ευρήματα ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή του σημερινού Αζερμπαϊτζάν χρονολογούνται στην ύστερη λίθινη περίοδο και συνδέονται με τον πολιτισμό των Γκουρουτσάι των σπηλαίων Αζίκ, όπου και η χωροθέτηση των ευρημάτων. Η άνω παλαιολιθική περίοδος και η ύστερη εποχή του χαλκού παρέχουν μαρτυρίες πολιτισμών σε ορισμένες περιοχές και νεκροπόλεις.
Η περιοχή κατακτήθηκε από τους Αχαιμενίδες γύρω στα 550 π.Χ., οι οποίοι διέδωσαν τον Ζωροαστρισμό. Αργότερα, η περιοχή αποτέλεσε τμήμα της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της διάδοχης αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Οι Καυκάσιοι Αλβανοί, πρώιμοι ιθαγενείς πληθυσμοί της περιοχής, ίδρυσαν ανεξάρτητο βασίλειο γύρω στον 4ο αιώνα π.Χ.
Επίσης, υπάρχουν μαρτυρίες παρουσίας Σκυθών τον 9ο αιώνα π.Χ., ενώ οι Ιρανοί Μεντές κυριάρχησαν μεταξύ 900 και 700 π.Χ. παραχωρώντας στη συνέχεια τη θέση τους στους Αχαιμενίδες.
Το 252 μ.Χ., η αυτοκρατορία των Σασσανιδών μετέτρεψε το Αζερμπαϊτζάν σε υποτελή επικράτειά της, ενώ ο βασιλιάς Ουρναίρ υιοθέτησε επίσημα τον χριστιανισμό ως κρατική θρησκεία τον 4ο αιώνα. Παρά τις συνεχείς επιδρομές και κατακτήσεις, τόσο των Βυζαντινών όσο και των Σασσανιδών, η Καυκάσια Αλβανία παρέμεινε ανεξάρτητη οντότητα στην περιοχή μέχρι τον 9ο αιώνα. Το ισλαμικό χαλιφάτο των Ομμεϋαδώναπώθησε τόσο τους Σασσανίδες όσο και τους Βυζαντινούς από την περιοχή και τελικά μετέτρεψε την Καυκάσια Αλβανία σε υποτελές του κράτος, μετά την καταστολή της χριστιανικής αντίστασης του πρίγκηπα Τζαβανσίρ το 667.
Το κενό εξουσίας που άφησε πίσω της η παρακμή του χαλιφάτου των Αββασιδών έδωσε χώρο σε πλήθος τοπικών δυναστειών όπως οι Σαλαρίδες, οι Σαχίδες, οι Σανταδίδες, οι Ραουαδίδες και οι Μπουίδες. Στις αρχές του 11ου αιώνα, η περιοχή σταδιακά κατακλύστηκε από κύματα τουρκομανικών φυλών από την κεντρική Ασία, οι οποίες καθιέρωσαν με τη σειρά τους δικές τους δυναστείες με πρώτη αυτή τωνΓαζναβιδών περί το 1030.
Οι παλαιοί ιρανόφωνοι πληθυσμοί απομονώθηκαν σε ορισμένες ορεινές περιοχές, ενώ σήμερα το σύνολο σχεδόν του τουρκόφωνου πληθυσμού έχει καθιερωθεί ως Αζέροι. Ο εκτουρκισμός των Αζέρων ολοκληρώθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα. Σε τοπικό επίπεδο και με την επακόλουθη εξουσία των Σελτζούκων Τούρκων, η διακυβέρνηση είχε ανατεθεί σε τοπικούς ηγεμόνες, υποτελείς του σουλτάνου. Η επόμενη βραχύβια ηγεμονία στην περιοχή ήταν το κράτος των Τζαλαγιριδών, το οποίο σύντομα κατακτήθηκε από τον Ταμερλάνο.
Η τοπική δυναστεία των Σιρβανσάχ αποτέλεσε υποτελές κράτος της αυτοκρατορίας του Ταμερλάνου και τον υποστήριξη στον πόλεμο κατά του ηγεμόνα της Χρυσής Ορδής, Τοκχταμίς. Μετά το θάνατο του Ταμερλάνου, στην ευρύτερη περιοχή αναδύθηκαν δυο ανεξάρτητες και ανταγωνιστικές ομοσπονδίες τουρκομανικών φυλών, οι Μαυροπροβατάδες (Καρά Κογιουνλού) και οι Ασπροπροβατάδες (Ακ Κογιουνλού). Οι Σιρβανσάχ επέστρεψαν διατηρώντας ένα υψηλό βαθμό αυτονομίας ως τοπικοί ηγεμόνες, ενώ καθαιρέθηκαν από τους Σαφαβίδες του Ιράν, την τελευταία δυναστεία Σιιτών μουσουλμάνων που αντιστέκονταν στην σουνιτική Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία και τελικά κυριάρχησε στην περιοχή.
Το 1828 το βόρειο τμήμα του παραχωρήθηκε στην Ρωσία και το 1918 ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη δημοκρατία. Το Αζερμπαϊτζάν απέκτησε πολιτική οντότητα το 1920 (28 Απριλίου) ενώ έγινε ομόσπονδη δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης το 1936. Ανακηρύχθηκε κράτος κυρίαρχο το 1989 και ανεξάρτητο στις 30 Αυγούστου 1991 Στο Αζερμπαϊτζάν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 εξερράγη μία από τις μεγαλύτερες εθνικιστικές αναταραχές που έλαβαν χώρα στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Τον Φεβρουάριο του 1988, η αυτόνομη περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ όπου υπήρχε έντονο το αρμενικό στοιχείο, αποφάσισε την προσχώρηση της στην Αρμενία. Ακολούθησε η αντίδραση της Μόσχας που απέρριψε κατηγορηματικά την προοπτική αυτής της ένωσης. Αποτέλεσμα ήταν να εκδηλωθούν αιματηρές διαδηλώσεις στο Σουμκαγίτ του Αζερμπαϊτζάν που στοίχισαν την ζωή σε 32 άτομα.
Στην Αρμενία οργανώθηκαν μεγάλες απεργίες και, παρότι η κυβέρνηση της Ε.Σ.Σ.Δ έκανε κάποιες παραχωρήσεις στους Αρμένιους της περιοχής, αυτές δεν κρίθηκαν ικανοποιητικές. Επίσης δημιουργήθηκε μεγάλη δυσαρέσκεια των Αζέρων όταν η περιοχή περιήλθε στην δικαιοδοσία της κυβέρνησης της Μόσχας σε μια προσπάθεια επίλυσης της κρίσης. Η δυσαρέσκεια αυτή οδήγησε στην διεκδίκηση της ανεξαρτησίας του Αζερμπαϊτζάν και ο Σοβιετικός στρατός επενέβη στο Μπακού, τον Ιανουάριο του 1990. Μετά την διάλυση της Σοβιετικής ένωσης το Αζερμπαϊτζάν έγινε ανεξάρτητη δημοκρατία με πρόεδρο το πρώην ισχυρό ηγετικό στέλεχος του ΚΚ Αγιάζ Μουταλίμποφ και προσχώρησε στην Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών. Ο πόλεμος μεταξύ Αρμενίων και Αζέρων συνεχίσθηκε στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ με νικητές τους Αρμενίους και ο Μουταλίμποφ κατηγορήθηκε ως υπαίτιος με αποτέλεσμα να τον διαδεχθεί ο Γιαγκούμπ Μαμέντοφ πρώην Κομμουνιστής που διώχθηκε όταν οι Αρμένιοι κατέλαβαν την σημαντική πολιτισμική για το Αζερμπαϊτζάν πόλη Σουσά. Επανήλθε για λίγο ο Μουταλίμποφ αλλά μετά από μεγάλες διαδηλώσεις εκδιώχθηκε. Τον Ιούνιο του 1992 ανέλαβε προσωρινός πρόεδρος ο Ισα Γκαμπάροφ στέλεχος του λαϊκού μετώπου. Στις εκλογές που ακολούθησαν εξελέγη ο ηγέτης του λαϊκού μετώπουΑμπουλφέζ Ελτσιμπέι. Η απειρία των στελεχών του , η διαφθορά ορισμένων από αυτούς , η αποτυχία της αντιμετώπισης των προβλημάτων του λαού και οι στρατιωτικές επιτυχίες των Αρμενίων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ καθώς και η στάση των στρατιωτικών υπό τον στρατηγό Χουσεΐνοφ οδήγησαν τον Ελτσιμπέι σε φυγή. Ο πρόεδρος της βουλής της περιοχής του Ναχιτσεβάν Χεϊντάρ Αλίγιεφέγινε προσωρινός πρόεδρος της δημοκρατίας και αργότερα με δημοψήφισμα εξελέγη παίρνοντας το 99% των ψήφων ο δε Χουσεΐνοφ χρίστηκε πρωθυπουργός. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε ψήφισμα καλώντας τους Αρμένιους να αποχωρήσουν από τα εδάφη που είχαν καταλάβει ενώ άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής. Ο Αλίγιεφ άρχισε συνομιλίες με τους Αρμένιους του Ναγκόρνο Καραμπάχ και κατέληξε σε συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στα τέλη Ιουλίου 1993. Όμως τον Αύγουστο γίνεται νέα επίθεση των Αρμενίων στο νότο και το Ιράν έστειλε στρατό για να παρεμποδίσει την είσοδο των χιλιάδων προσφύγων στα εδάφη του. Ο πρόεδρος της βουλής του Ναγκόρνο Καραμπάχ δέχθηκε την αποχώρηση των στρατευμάτων από τις περιοχές του Αζερμπαϊτζάν με τον όρο την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της περιοχής του.΄
Η όλη κατάσταση αυτή και η πολιτική αστάθεια έφερε τεράστια οικονομικά προβλήματα στο Αζερμπαϊτζάν και ο Αλίγιεφ προσπάθησε την προσέγγιση της χώρας με την Ρωσία και το Ιράν σε θέματα πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας. Τον Οκτώβριο του 1994 υποστηρικτές του πρωθυπουργού Χουσεΐνοφ προσπάθησαν να καταλάβουν την εξουσία καθώς και το Μάρτιο του 1995 μία ομάδα των δυνάμεων ασφαλείας. Και οι δύο απόπειρες απέτυχαν, ο Χουσεΐνοφ διέφυγε στην Ρωσία ενώ ανώτατοι στρατιωτικοί και μέλη της αντιπολίτευσης καταδικάστηκαν.
Τον Νοέμβριο του 1995 μετά από απαγόρευση καθόδου στις εκλογές των Κομμουνιστών και Ισλαμιστών ο Χεϊντάρ Αλίγιεφ κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία την εξουσία. Η κατάσταση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ είναι ακόμη και σήμερα συγκεχυμένη, η περιοχή είναι αυτόνομη δεν αναγνωρίζεται ως κράτος και έχει δικό της πρόεδρο. Ο Χεϊντάρ Αλίγιεφ κέρδισε και τις εκλογές του 1998 και μετά από προβλήματα υγείας παρέδωσε την εξουσία στον γιο του Ιλχάμ το 2003.